- τευτάζω
- και δ.τ. τευτάσσω Α- 1. ασχολούμαι αποκλειστικά ή συνεχώς με κάτι, καταγίνομαι («οὐ χρὴ ἡμᾱς περὶ τὰ μὴ ἀναγκαῑα τευτάζειν», Ωριγ.)2. (ενεργ. και μέσ.) παραγέλλω σε κάποιον επανειλημμένως να κάνει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Έχει σχηματιστεί από τη ρίζα τού ρ. τευμῶμαι*, κατά τα ρ. σε -τάω, -τάζω (πρβλ. βαστάζω, ῥιπτάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.